- προβατίσιος, -ια, -ιο
- αυτός που προέρχεται από πρόβατο ή αναφέρεται σε πρόβατο, αλλ. πρόβειος, -α, -ο: Προβατίσιο γάλα. – Προβατίσιο τυρί κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρόβειος — α, ο ο από πρόβατο, ο προβατίσιος: Πρόβειο γάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)